κωφοῖ — κωφάω make dumb pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφοί — κωφός blunt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομμητάς, Στέφανος — (Κωφοί, Αλμυρός 1770; – Πέστη 1830;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Συμπλήρωσε μόνος του τη μέτρια μόρφωσή του, στα σχολεία της πατρίδας του και του Πηλίου, μελετώντας ιδιαίτερα γραμματική και αρχαία κείμενα. Διακρίθηκε ως γραμματοδιδάσκαλος της … Dictionary of Greek
κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ … Dictionary of Greek
Sophocle — Buste de Sophocle Nom de naissance Σοφοκλῆς / Sophoklễs Activités … Wikipédia en Français
κωφώνω — (AM κωφῶ, όω, Μ και κωφώνω) [κωφός] προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω (μσν. αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» πνίγω τα δάκρυα β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.) αρχ. παθ. κωφοῡμαι, όομαι α) είμαι νωθρός σε … Dictionary of Greek